ανατυπώνω

ανατυπώνω
(Α ἀνατυπῶ, -όω)
νεοελλ.
ξανατυπώνω, επανεκδίδω, αναδημοσιεύω
αρχ.
1. σφραγίζω πάλι
2. σχεδιάζω κάτι στη φαντασία μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανατυπώνω — ανατυπώνω, ανατύπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατυπώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξανατυπώνω βιβλίο, περιοδικό κτλ. χωρίς αλλαγές: Επανειλημμένα ανατυπώθηκε ο «Λουκής Λάρας» του Δημ. Βικέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανατυπώνω — ανατυπώνω, επανεκδίδω …   Dictionary of Greek

  • μετατυπώνω — (ΑΜ μετατυπῶ, όω, Μ και ματατυπώνω) νεοελλ. μσν. τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω αρχ. 1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου 2. μεταβάλλω τη γραφή 3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω …   Dictionary of Greek

  • μετατυπώνω — μετατύπωσα, μετατυπώθηκα, μετατυπωμένος, τυπώνω πάλι κάτι που είναι τυπωμένο, ανατυπώνω, επανεκδίδω: Μετατύπωσε ορισμένα από τα σημαντικότερα αρχαία κείμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”